αστήριχτος

αστήριχτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει στήριγμα: Στη ζωή του ήταν εντελώς αστήριχτος.
2. αβάσιμος, αμφίβολος, ψευδής: Οι απόψεις του αυτές είναι τελείως αστήριχτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αστήριχτος — η, ο (AM ἀστήρικτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει στήριγμα 2. ο αβάσιμος, αυτός που δεν στηρίζεται σε σταθερά επιχειρήματα αρχ. 1. αυτός που κινείται συνέχεια, αυτός που δεν ησυχάζει καθόλου 2. ο ανερμάτιστος, όποιος δεν έχει αρκετές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • αβάσιστος — η, ο [βασίζω] 1. αυτός που δεν έχει βάση, αθεμελίωτος, αστερέωτος, αστήριχτος, ασταθής 2. αβέβαιος, αμφίβολος 3. επιπόλαιος, άστατος …   Dictionary of Greek

  • αθεμελίωτος — και ἀθεμέλιωτος, η, ο (Α ἀθεμελίωτος, ον) [θεμελιώνω] ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος 2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους …   Dictionary of Greek

  • ακατάσκευος — η, ο (Α ἀκατάσκευος, ον) [κατασκευή] ανεπιτήδευτος, απέριττος, απλός μσν. άμορφος, αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, βλ. ακατασκεύαστος αρχ. 1. απλός, αστόλιστος, γυμνός «τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν»… …   Dictionary of Greek

  • άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ανέρειστος — η, ο (Μ ἀνέρειστος, ον) [ερείδω] ο αστήριχτος …   Dictionary of Greek

  • ανεπέρειστος — ἀνεπέρειστος, ον (Α) [επερείδομαι] αυτός που δεν ερείδεται πάνω σε κάτι, αστήριχτος, αβάσιμος (για επιχειρήματα, τεκμήρια, αιτιολογίες) …   Dictionary of Greek

  • ανυπόστατος — η, ο (Α ἀνυπόστατος, ον) αυτός που δεν έχει υπόσταση, ο αβάσιμος, ο αστήριχτος αρχ. μσν. 1. εκείνος που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο ακαταγώνιστος («ἀνυπόστατος δύναμις», Πλάτων «ἀνυπόστατος ἀνάγκη», Ξενοφών «τὸ ὕδωρ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • απαραμύθητος — ἀπαραμύθητος, ον (AM) [παραμυθούμαι] ο απαρηγόρητος αρχ. 1. ο αδυσώπητος 2. ο αδιόρθωτος 3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος 4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος …   Dictionary of Greek

  • ασυνηγόρητος — η, ο (AM ἀσυνηγόρητος, ον) [συνηγορώ] αυτός που δεν έχει συνήγορο, που είναι ανυπεράσπιστος αρχ. μσν. αθεμελίωτος, αστήριχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”