αστήριχτος — η, ο (AM ἀστήρικτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει στήριγμα 2. ο αβάσιμος, αυτός που δεν στηρίζεται σε σταθερά επιχειρήματα αρχ. 1. αυτός που κινείται συνέχεια, αυτός που δεν ησυχάζει καθόλου 2. ο ανερμάτιστος, όποιος δεν έχει αρκετές γνώσεις … Dictionary of Greek
αβάσιστος — η, ο [βασίζω] 1. αυτός που δεν έχει βάση, αθεμελίωτος, αστερέωτος, αστήριχτος, ασταθής 2. αβέβαιος, αμφίβολος 3. επιπόλαιος, άστατος … Dictionary of Greek
αθεμελίωτος — και ἀθεμέλιωτος, η, ο (Α ἀθεμελίωτος, ον) [θεμελιώνω] ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος 2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους … Dictionary of Greek
ακατάσκευος — η, ο (Α ἀκατάσκευος, ον) [κατασκευή] ανεπιτήδευτος, απέριττος, απλός μσν. άμορφος, αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, βλ. ακατασκεύαστος αρχ. 1. απλός, αστόλιστος, γυμνός «τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν»… … Dictionary of Greek
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ανέρειστος — η, ο (Μ ἀνέρειστος, ον) [ερείδω] ο αστήριχτος … Dictionary of Greek
ανεπέρειστος — ἀνεπέρειστος, ον (Α) [επερείδομαι] αυτός που δεν ερείδεται πάνω σε κάτι, αστήριχτος, αβάσιμος (για επιχειρήματα, τεκμήρια, αιτιολογίες) … Dictionary of Greek
ανυπόστατος — η, ο (Α ἀνυπόστατος, ον) αυτός που δεν έχει υπόσταση, ο αβάσιμος, ο αστήριχτος αρχ. μσν. 1. εκείνος που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο ακαταγώνιστος («ἀνυπόστατος δύναμις», Πλάτων «ἀνυπόστατος ἀνάγκη», Ξενοφών «τὸ ὕδωρ τὸ… … Dictionary of Greek
απαραμύθητος — ἀπαραμύθητος, ον (AM) [παραμυθούμαι] ο απαρηγόρητος αρχ. 1. ο αδυσώπητος 2. ο αδιόρθωτος 3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος 4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος … Dictionary of Greek
ασυνηγόρητος — η, ο (AM ἀσυνηγόρητος, ον) [συνηγορώ] αυτός που δεν έχει συνήγορο, που είναι ανυπεράσπιστος αρχ. μσν. αθεμελίωτος, αστήριχτος … Dictionary of Greek